μετεώρων

μετεώρων
μετέωρος
raised from off the ground
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • Κατελάνος, Φράγκος — (16ος αι.). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Θήβα. Θεωρείται o σημαντικότερος ζωγράφος μετά τον προγενέστερό του, Θεοφάνη. Με την υπογραφή του είναι γνωστή μόνο μία τοιχογραφική διακόσμηση, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, στη μονή της Λαύρας στον… …   Dictionary of Greek

  • Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… …   Dictionary of Greek

  • Πηγασίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετέωρων, του οποίου το ακτινοβόλο σημείο βρίσκεται στον αστερισμό του Πήγασου. Την τροχιά του σμήνους συναντά η Γη στις 30 Μαΐου περίπου, οπότε εμφανίζεται βροχή από τα ουράνια αυτά σώματα. * * * οι, Ν αστρον. σμήνος μετεώρων,… …   Dictionary of Greek

  • Υδροχοΐδες — (Αστρον.). Διάττοντες αστέρες που χωρίζονται σε δύο σμήνη. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό του Yδροχόου, από τον οποίο πήραν την ονομασία τους. Το ένα σμήνος παρουσιάζει βροχή μετεώρων στις αρχές Μαΐου και το άλλο στα τέλη… …   Dictionary of Greek

  • καστράκι — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην αριστερή πλευρά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Βέης, Νίκος — (Τρίπολη 1883 – Αθήνα 1958). Βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1911 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, στο Μόναχο αρχικά και μετά στο Βερολίνο, όπου δίδαξε παλαιογραφία, επιγραφική και ιστορία της ελληνικής …   Dictionary of Greek

  • Ζωρζής — I (16ος αι.). Αγιογράφος από την Κρήτη. Αναφέρεται συνήθως ως Ζ. ο Κρης και πολλοί τον θεωρούν εφάμιλλο του Θεοφάνη. Πιθανολογείται ότι καταγόταν από ενετική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί πριν από χρόνια στην Κρήτη και είχε εξελληνιστεί. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”